- ἐμπαράσκευον
- ἐμπαράσκευοςpreparedmasc/fem acc sgἐμπαράσκευοςpreparedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπαράσκευος — ἐμπαράσκευος, ον (Α) 1. καλά προετοιμασμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπαράσκευον είδος αλεξηνέμου για μηχανές … Dictionary of Greek